- ολόμαυρος
- -η, -οεντελώς μαύρος, κατάμαυρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολόμαυρος — η, ο κατάμαυρος, σκοτεινός: Στο κοπάδι υπάρχει και μία ολόμαυρη προβατίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάμαυρος — η, ο (Μ κατάμαυρος, η, ον) ολόμαυρος, εντελώς μαύρος («κατάμαυρος σαν πίσσα») … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
παμμέλας — παμμέλας, αινα, αν (Α) ολόμαυρος, κατάμαυρος («βόες παμμέλανες», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μέλας] … Dictionary of Greek
κατάμαυρος — η, ο ολόμαυρος, πολύ μαύρος: Ήταν ένας κατάμαυρος Αφρικανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)